- ευμορφοκαμωμένος
- -η, -ο και ομορφοκαμωμένος (Μ εὐμορφοκαμωμένος, -η, -ον και ὀμορφοκαμωμένος, -η, -ον και ὀμορφοκάμωτος, -η, -ο)1. ωραίος στο σώμα και στη μορφή2. (για πράγματα) κατασκευασμένος με τέχνη, με επιτυχία, καλοφτιαγμένος.
Dictionary of Greek. 2013.